- Θασία
- Θασίᾱ , Θάσιοςoffem nom/voc/acc dualΘασίᾱ , Θάσιοςoffem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θάσια — Θάσιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θασίας — Θασίᾱς , Θάσιος of fem acc pl Θασίᾱς , Θάσιος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θασίαν — Θασίᾱν , Θάσιος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάσι' — Θάσια , Θάσιος of neut nom/voc/acc pl Θάσιε , Θάσιος of masc voc sg Θάσιαι , Θάσιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάσιος — ία, ο (AM θάσιος, ία, ον) αυτός που προέρχεται από τη Θάσο ή ανήκει στη Θάσο·|| αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό Θάσιος ονομασία μήνα 2. το ουδ. ως ουσ. τό θάσιον μέτρο στην Αίγυπτο 3. φρ. α) «ἡ θασία ἄλμη» και μόνο «θασία» είδος αλμυρού καρυκεύματος ή… … Dictionary of Greek